- κλασαυχενεύομαι
- κλασαυχενεύομαι (Α)(για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. κλασ-αυχενεύομαι < θ. κλασ- τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ-ω, αόρ. ἔ-κλασ-α) + -αυχενεύομαι (< αὐχήν, αὐχέν-ος)].
Dictionary of Greek. 2013.